βιοτά

βιοτά
βῐοτά
1 life

πρέσβυς ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ P. 4.282

φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες N. 7.54

τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιοτά — βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc/acc dual βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτᾷ — βιοτή living fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτᾶι — βιοτᾷ , βιοτή living fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτάν — βιοτά̱ν , βιοτή living fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτάς — βιοτά̱ς , βιοτή living fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολισσονόμος — ον, Α 1. αυτός που κυβερνά πόλη 2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + νόμος*. Η μορφή τού α συνθετικού πολισσο (πρβλ. πολισσ ούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ.… …   Dictionary of Greek

  • πόθεν — ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρους αρχ. 1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”